Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μίνιο τα μίνια
      γενική του μινίου
μίνιου
των μινίων
    αιτιατική το μίνιο τα μίνια
     κλητική μίνιο μίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίνιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική minio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίνιο ουδέτερο

  • κοκκινωπό υλικό, παρασκευασμένο από οξείδια του μολύβδου, σε ρευστή μορφή ή σε σκόνη, που χρησιμοποιείται σαν υπόστρωμα βαφής σε μεταλλικά αντικείμενα για προστασία από τη σκουριά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία