αστάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αστάρι | τα | αστάρια |
γενική | του | ασταριού | των | ασταριών |
αιτιατική | το | αστάρι | τα | αστάρια |
κλητική | αστάρι | αστάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααστάρι ουδέτερο
- υλικό που χρησιμοποιείται σαν πρώτη επίστρωση (υπόστρωμα) πάνω σε άλλα υλικά για να τα προστατέψει και ταυτόχρονα να βοηθήσει το βάψιμο τους
- (ιδιωματικό) η φόδρα [1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αστάρι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 67.