Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστάρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αστάρωμα
τα
ασταρώμα
τ
α
γενική
του
ασταρώμα
τ
ος
των
ασταρωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αστάρωμα
τα
ασταρώμα
τ
α
κλητική
αστάρωμα
ασταρώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστάρωμα
<
ασταρώνω
<
αστάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αστάρωμα
ουδέτερο
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
ασταρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστάρωμα
αγγλικά
:
primer
(en)