Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασταρώνω < αστάρι < τουρ. astar

  Ρήμα επεξεργασία

ασταρώνω

  1. φοδράρω
  2. απλώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία