μηνύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μηνύω
Ρήμα
επεξεργασίαμηνύομαι
- → δείτε τη λέξη μηνύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηνύομαι | μηνυόμουν(α) | θα μηνύομαι | να μηνύομαι | μηνυόμενος | |
β' ενικ. | μηνύεσαι | μηνυόσουν(α) | θα μηνύεσαι | να μηνύεσαι | (μηνύου) | |
γ' ενικ. | μηνύεται | μηνυόταν(ε) | θα μηνύεται | να μηνύεται | ||
α' πληθ. | μηνυόμαστε | μηνυόμαστε μηνυόμασταν |
θα μηνυόμαστε | να μηνυόμαστε | ||
β' πληθ. | μηνύεστε | μηνυόσαστε μηνυόσασταν |
θα μηνύεστε | να μηνύεστε | (μηνύεστε) | |
γ' πληθ. | μηνύονται | μηνύονταν μηνυόντουσαν |
θα μηνύονται | να μηνύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηνύθηκα | θα μηνυθώ | να μηνυθώ | μηνυθεί | ||
β' ενικ. | μηνύθηκες | θα μηνυθείς | να μηνυθείς | μηνύσου | ||
γ' ενικ. | μηνύθηκε | θα μηνυθεί | να μηνυθεί | |||
α' πληθ. | μηνυθήκαμε | θα μηνυθούμε | να μηνυθούμε | |||
β' πληθ. | μηνυθήκατε | θα μηνυθείτε | να μηνυθείτε | μηνυθείτε | ||
γ' πληθ. | μηνύθηκαν μηνυθήκαν(ε) |
θα μηνυθούν(ε) | να μηνυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μηνυθεί | είχα μηνυθεί | θα έχω μηνυθεί | να έχω μηνυθεί | μηνυμένος | |
β' ενικ. | έχεις μηνυθεί | είχες μηνυθεί | θα έχεις μηνυθεί | να έχεις μηνυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μηνυθεί | είχε μηνυθεί | θα έχει μηνυθεί | να έχει μηνυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μηνυθεί | είχαμε μηνυθεί | θα έχουμε μηνυθεί | να έχουμε μηνυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μηνυθεί | είχατε μηνυθεί | θα έχετε μηνυθεί | να έχετε μηνυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μηνυθεί | είχαν μηνυθεί | θα έχουν μηνυθεί | να έχουν μηνυθεί |