Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηνυμένος η μηνυμένη το μηνυμένο
      γενική του μηνυμένου της μηνυμένης του μηνυμένου
    αιτιατική τον μηνυμένο τη μηνυμένη το μηνυμένο
     κλητική μηνυμένε μηνυμένη μηνυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηνυμένοι οι μηνυμένες τα μηνυμένα
      γενική των μηνυμένων των μηνυμένων των μηνυμένων
    αιτιατική τους μηνυμένους τις μηνυμένες τα μηνυμένα
     κλητική μηνυμένοι μηνυμένες μηνυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηνύω

  Μετοχή επεξεργασία

μηνυμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία