Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηνυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μηνυμέν
ος
η
μηνυμέν
η
το
μηνυμέν
ο
γενική
του
μηνυμέν
ου
της
μηνυμέν
ης
του
μηνυμέν
ου
αιτιατική
τον
μηνυμέν
ο
τη
μηνυμέν
η
το
μηνυμέν
ο
κλητική
μηνυμέν
ε
μηνυμέν
η
μηνυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μηνυμέν
οι
οι
μηνυμέν
ες
τα
μηνυμέν
α
γενική
των
μηνυμέν
ων
των
μηνυμέν
ων
των
μηνυμέν
ων
αιτιατική
τους
μηνυμέν
ους
τις
μηνυμέν
ες
τα
μηνυμέν
α
κλητική
μηνυμέν
οι
μηνυμέν
ες
μηνυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηνυμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μηνύω
Μετοχή
επεξεργασία
μηνυμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μηνύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηνυμένος