ἁπαλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἁπαλός | ἡ | ἁπαλή | τὸ | ἁπαλόν |
γενική | τοῦ | ἁπαλοῦ | τῆς | ἁπαλῆς | τοῦ | ἁπαλοῦ |
δοτική | τῷ | ἁπαλῷ | τῇ | ἁπαλῇ | τῷ | ἁπαλῷ |
αιτιατική | τὸν | ἁπαλόν | τὴν | ἁπαλήν | τὸ | ἁπαλόν |
κλητική ὦ! | ἁπαλέ | ἁπαλή | ἁπαλόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἁπαλοί | αἱ | ἁπαλαί | τὰ | ἁπαλᾰ́ |
γενική | τῶν | ἁπαλῶν | τῶν | ἁπαλῶν | τῶν | ἁπαλῶν |
δοτική | τοῖς | ἁπαλοῖς | ταῖς | ἁπαλαῖς | τοῖς | ἁπαλοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἁπαλούς | τὰς | ἁπαλᾱ́ς | τὰ | ἁπαλᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἁπαλοί | ἁπαλαί | ἁπαλᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁπαλώ | τὼ | ἁπαλᾱ́ | τὼ | ἁπαλώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἁπαλοῖν | τοῖν | ἁπαλαῖν | τοῖν | ἁπαλοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁπαλός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἁπαλός, -ή, -όν [ᾰπᾰλ-]
ἁπαλός, ἁπαλή, ἁπαλόν |
ἁπαλώτερος, ἁπαλωτέρα, ἁπαλώτερον |
ἁπαλώτατος, ἁπαλωτάτη, ἁπαλώτερον
|
ἁπαλῶς |
ἁπαλώτερον |
ἁπαλώτατα
|
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἁπαλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἁπαλο- στο Βικιλεξικό
- ἁπαλία
- ἁπαλοανθής
- ἁπαλοβραχέα
- ἁπαλοφόρος
- ἁπαλόφρων
- ἁπαλοκουρίς
- ἁπαλοκροκῶδες
- ἁπαλόνυχος
- ἁπαλόπαις
- ἁπαλοπάρηος
- ἁπαλοπλόκαμος
- ἁπαλόπους
- ἁπάλοθριξ, ἁπαλόθριξ
- ἁπαλόσαρκος
- ἁπαλόστομος
- ἁπαλοσύγκριτος
- ἁπαλοσώματος
- ἁπαλότης
- ἁπαλοτρεφής
- ἁπαλόχροος
- ἁπαλυντής
- ἁπαλύνω
- ἁπαλυσμός
- διαπαλύνω
- ἐφάπαλος
- ἐνάπαλος
- πανάπαλος
- ὑφάπαλος
Πηγές
επεξεργασία- ἁπαλός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἁπαλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁπαλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.