Δείτε επίσης: απαλός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁπαλός ἁπαλή τὸ ἁπαλόν
      γενική τοῦ ἁπαλοῦ τῆς ἁπαλῆς τοῦ ἁπαλοῦ
      δοτική τῷ ἁπαλ τῇ ἁπαλ τῷ ἁπαλ
    αιτιατική τὸν ἁπαλόν τὴν ἁπαλήν τὸ ἁπαλόν
     κλητική ! ἁπαλέ ἁπαλή ἁπαλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁπαλοί αἱ ἁπαλαί τὰ ἁπαλᾰ́
      γενική τῶν ἁπαλῶν τῶν ἁπαλῶν τῶν ἁπαλῶν
      δοτική τοῖς ἁπαλοῖς ταῖς ἁπαλαῖς τοῖς ἁπαλοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁπαλούς τὰς ἁπαλᾱ́ς τὰ ἁπαλᾰ́
     κλητική ! ἁπαλοί ἁπαλαί ἁπαλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁπαλώ τὼ ἁπαλᾱ́ τὼ ἁπαλώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁπαλοῖν τοῖν ἁπαλαῖν τοῖν ἁπαλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁπαλός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁπαλός, -ή, -όν [ᾰπᾰλ-]

  1. απαλός
  2. (μεταφορικά) ήπιος στους τρόπους
    1. (κακόσημο) αδύναμος, μαλακός
ἁπαλός, ἁπαλή, ἁπαλόν
ἁπαλώτερος, ἁπαλωτέρα, ἁπαλώτερον
ἁπαλώτατος, ἁπαλωτάτη, ἁπαλώτερον
ἁπαλῶς
ἁπαλώτερον
ἁπαλώτατα

Συγγενικά

επεξεργασία