↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἁπαλοθρῐχ- ἁπαλοτρῐχ-
ονομαστική / ἁπαλόθριξ οἱ/αἱ ἁπαλότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ἁπαλότριχος τῶν ἁπαλοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ἁπαλότριχ τοῖς/ταῖς ἁπαλότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁπαλότριχ τοὺς/τὰς ἁπαλότριχᾰς
     κλητική ! ἁπαλόθριξ ἁπαλότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁπαλότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ἁπαλοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁπαλόθριξ < ἁπαλό- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁπαλόθριξ αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)

  • που έχει απαλό τρίχωμα
    ※  Ευριπίδης, Βάκχαι, στ. 1185, 407 π.Χ.
    νέος ὁ μόσχος ἄρτι γένυν ὑπὸ κόρυθ᾽ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει.
    Είναι τρυφερός ο μόσχος. 'Η κόμη του απαλό μετάξι· στο μάγουλό του μόλις ανθίζει πυκνό το χνούδι. ( Μετάφραση Θ.Κ. Στεφανόπουλος [1])

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ※  (καθαρεύουσα) Τοιοῦτος εἶναι ὁ ̓Αζὼρ ὁ ἁπαλόθριξ κύων (Εστία, τόμος 6, σελ. 831, 1878)