ἁπαλόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
*ἁπαλοθρῐχ- ἁπαλοτρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἁπαλόθριξ | οἱ/αἱ | ἁπαλότριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | ἁπαλότριχος | τῶν | ἁπαλοτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ἁπαλότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ἁπαλότριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἁπαλότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ἁπαλότριχᾰς | |
κλητική ὦ! | ἁπαλόθριξ | ἁπαλότριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁπαλότριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁπαλοτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἁπαλόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ※ (καθαρεύουσα) Τοιοῦτος εἶναι ὁ ̓Αζὼρ ὁ ἁπαλόθριξ κύων (Εστία, τόμος 6, σελ. 831, 1878)
Πηγές επεξεργασία
- ἁπαλόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.