απαλοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαλοσύνη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του απαλότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη απαλός
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαλοσύνη
|
απαλοσύνη θηλυκό
|