↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλόχνουδος η απαλόχνουδη το απαλόχνουδο
      γενική του απαλόχνουδου της απαλόχνουδης του απαλόχνουδου
    αιτιατική τον απαλόχνουδο την απαλόχνουδη το απαλόχνουδο
     κλητική απαλόχνουδε απαλόχνουδη απαλόχνουδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλόχνουδοι οι απαλόχνουδες τα απαλόχνουδα
      γενική των απαλόχνουδων των απαλόχνουδων των απαλόχνουδων
    αιτιατική τους απαλόχνουδους τις απαλόχνουδες τα απαλόχνουδα
     κλητική απαλόχνουδοι απαλόχνουδες απαλόχνουδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαλόχνουδος < απαλός + -ο- + χνούδι + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

απαλόχνουδος, -η, -ο

  1. (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι φτιαγμένος από απαλά χνούδια
  2. (παρωχημένο) (λογοτεχνικό) που είναι απαλός σαν χνούδι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία