Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαλογέρνω < απαλός + -ο- + γέρνω

  Ρήμα επεξεργασία

απαλογέρνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία