likeable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | likeable |
συγκριτικός | more likeable |
υπερθετικός | most likeable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlikeable (en)
- συμπαθητικός, συμπαθής, αξιαγάπητος και ευχάριστος
- ⮡ He’s a very likeable man, you will like his company.
- Είναι πολύ συμπαθητικός άνθρωπος, θα σου αρέσει η συντροφιά του.
- ⮡ I find this young woman very likeable.
- Αυτή τη νέα τη βρίσκω πολύ συμπαθή.
- ⮡ He’s a very likeable man, you will like his company.