καλοκαρδία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καλοκαρδίᾱ | αἱ | καλοκαρδίαι |
γενική | τῆς | καλοκαρδίᾱς | τῶν | καλοκαρδιῶν |
δοτική | τῇ | καλοκαρδίᾳ | ταῖς | καλοκαρδίαις |
αιτιατική | τὴν | καλοκαρδίᾱν | τὰς | καλοκαρδίᾱς |
κλητική ὦ! | καλοκαρδίᾱ | καλοκαρδίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλοκαρδίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλοκαρδίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλοκαρδία < καλόκαρδος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοκαρδία θηλυκό
- η ιδιότητα του καλόκαρδου