↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσήνεμος η προσήνεμη το προσήνεμο
      γενική του προσήνεμου της προσήνεμης του προσήνεμου
    αιτιατική τον προσήνεμο την προσήνεμη το προσήνεμο
     κλητική προσήνεμε προσήνεμη προσήνεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσήνεμοι οι προσήνεμες τα προσήνεμα
      γενική των προσήνεμων των προσήνεμων των προσήνεμων
    αιτιατική τους προσήνεμους τις προσήνεμες τα προσήνεμα
     κλητική προσήνεμοι προσήνεμες προσήνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσήνεμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσήνεμος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈsi.ne.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σή‐νε‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

προσήνεμος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία