προσήνεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσήνεμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσήνεμος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.ne.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐νε‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαπροσήνεμος, -η, -ο
- εκτεθειμένος στον άνεμο
- ⮡ προσήνεμος μόλος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προσήνεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας