Ετυμολογία

επεξεργασία

εὔνοστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὔνοστος, Εὔνοστος (θηλυκό ουσιαστικό). Συγχρονικά αναλύεται σε εὔ- (εὖ) + αρχαία ελληνική νόστος

  Επίθετο

επεξεργασία

εὔνοστος

  1. συνώνυμο του νόστιμος
  2. ευχάριστος
  3. κατάλληλος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη νόστιμος