έμνοστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμνοστος | η | έμνοστη | το | έμνοστο |
γενική | του | έμνοστου | της | έμνοστης | του | έμνοστου |
αιτιατική | τον | έμνοστο | την | έμνοστη | το | έμνοστο |
κλητική | έμνοστε | έμνοστη | έμνοστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμνοστοι | οι | έμνοστες | τα | έμνοστα |
γενική | των | έμνοστων | των | έμνοστων | των | έμνοστων |
αιτιατική | τους | έμνοστους | τις | έμνοστες | τα | έμνοστα |
κλητική | έμνοστοι | έμνοστες | έμνοστα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έμνοστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἔμνοστος, άλλη μορφή του εὔνοστος
Επίθετο
επεξεργασίαέμνοστος, -η, -ο
- νόστιμος, ηδύς, τερπνός
- ※ Κι ως πια να μπει στην πόλη εκόντευε την έμνοστη (Ομήρου Οδύσσεια -η-, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή)
- ※ Να' τη η χωριατοπούλα, η κοκκώνα, η έμνοστη, πάει τη στάμνα να γιομίση απ' τη δροσοπηγή. (Ναπολέων Λαπαθιώτης, Περιοδικό Νουμάς, Τεύχος 536, 1914, σελ. 243 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία έμνοστος
|
Πηγές
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εὔνοστος
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έμνοστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔμνοστος, άλλη μορφή του εὔνοστος
Επίθετο
επεξεργασίαέμνοστος, -η, -ο