Δείτε επίσης: έμνοστος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔμνοστος < εὔνοστος με τροπή ... λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔμνοστος

  • μορφή του εὔνοστος: νόστιμος, ηδύς
    ※  13ος αιώνας Διγενής Ακρίτης, ανωνύμου, Codex Escorialiensis (16ος αιώνας ή β' μισό του 15ου)
    Καὶ ἐγὼ αὐτὴν παραχωρῶ(ν) ἵνα καβαλλικεύσῃ, καὶ ἂν ἔνι ἡ γεῦσις ἔμνοστος, πάλιν νὰ δευτερώσῃ
    ※  13ος-15ος αιώνας Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης, ανωνύμου, στίχ. 3533 [1] Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Ὁρμᾶ νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτήν, λιγοθυμεῖ καὶ πίπτει.
    Δράσσω, κρατῶ τὸν Λίβιστρον, φέρνει τὰ λογικά του,
    θωρεῖ τον ἡ ἐρωτική, ἡ ἔμνοστη φουδούλα,
    ἀναισθητεῖ, λιγοθυμεῖ, πάλιν ἀνεσηκώθην
    ※  παραδοσιακό, 15ου αιώνα, χφ Βιέννης - Émile Legrand (1873(, Recueil de chansons populaires Grecques, Chansons grecques du XVe siècle (manuscript de Vienne), σελ. 10 @books.google
    Βλάβην ἀπ ἐμὲν οὐκ ἔχεις, ἔμνοστη, πανώρῃα κόρη, εἰ μὴ μόνον τὴν ἀγάπην, τὴν ἔχω ἐγὼ διὰτ ἐσένα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

στο θέμα ἐμνοστ- & είτε εὐνοστ-

→ και δείτε τη λέξη εὔνοστος

  • ἔμνοστος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  • Δημήτριος Ι. Μαυροφρύδης, Εκλογή μνημείων της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης, τόμος Α, Αθήνα, 1866. σελ. 474 [2]