Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεντανόστιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεντανόστιμ
ος
η
πεντανόστιμ
η
το
πεντανόστιμ
ο
γενική
του
πεντανόστιμ
ου
της
πεντανόστιμ
ης
του
πεντανόστιμ
ου
αιτιατική
τον
πεντανόστιμ
ο
την
πεντανόστιμ
η
το
πεντανόστιμ
ο
κλητική
πεντανόστιμ
ε
πεντανόστιμ
η
πεντανόστιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεντανόστιμ
οι
οι
πεντανόστιμ
ες
τα
πεντανόστιμ
α
γενική
των
πεντανόστιμ
ων
των
πεντανόστιμ
ων
των
πεντανόστιμ
ων
αιτιατική
τους
πεντανόστιμ
ους
τις
πεντανόστιμ
ες
τα
πεντανόστιμ
α
κλητική
πεντανόστιμ
οι
πεντανόστιμ
ες
πεντανόστιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεντανόστιμος
<
πεντα-
+
νόστιμος
Επίθετο
επεξεργασία
πεντανόστιμος
αυτός που είναι πολύ
νόστιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεντανόστιμος