succulent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | succulent | succulents |
θηλυκό | succulente | succulentes |
Επίθετο επεξεργασία
succulent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | succulent | succulents |
θηλυκό | succulente | succulentes |
succulent (fr)