Νόστιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Νόστιμο | τα | Νόστιμα |
γενική | του | Νόστιμου | των | Νόστιμων |
αιτιατική | το | Νόστιμο | τα | Νόστιμα |
κλητική | Νόστιμο | Νόστιμα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νόστιμο < καθαρεύουσα Νόστιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νόστιμος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈno.sti.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νό‐στι‐μο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νόστιμο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Νόστιμο στη Βικιπαίδεια