Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοσταίνω < άνοστος

ανοσταίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι άνοστο, το κάνω να χάσει τη γεύση του
  2. (αμετάβατο) γίνομαι άνοστος, χάνω τη γεύση μου

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία