ανοσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοσταίνω < άνοστος
Ρήμα
επεξεργασίαανοσταίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι άνοστο, το κάνω να χάσει τη γεύση του
- (αμετάβατο) γίνομαι άνοστος, χάνω τη γεύση μου
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανοσταίνω
|