Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
salted
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
salted
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
αλατισμένος
,
παστός
⮡
salted
butter
-
αλατισμένο
βούτυρο
⮡
salted
sardines
-
παστές
σαρδέλες
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
salted
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
salt