• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παστωμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παστωμένος η παστωμένη το παστωμένο
      γενική του παστωμένου της παστωμένης του παστωμένου
    αιτιατική τον παστωμένο την παστωμένη το παστωμένο
     κλητική παστωμένε παστωμένη παστωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παστωμένοι οι παστωμένες τα παστωμένα
      γενική των παστωμένων των παστωμένων των παστωμένων
    αιτιατική τους παστωμένους τις παστωμένες τα παστωμένα
     κλητική παστωμένοι παστωμένες παστωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
παστωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παστώνω

Μετοχή

επεξεργασία

παστωμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη παστώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παστωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παστωμένος&oldid=5503332"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:28

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:28.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας