σάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σάλι | τα | σάλια |
γενική | του | σαλιού | των | σαλιών |
αιτιατική | το | σάλι | τα | σάλια |
κλητική | σάλι | σάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασάλι ουδέτερο
- γυναικείο ρούχο, μάλλινο συνήθως κομμάτι ύφασμα που σκεπάζει τους ώμους και την πλάτη
- ※ Φόρεσε το μαύρο σάλι σου, μπήκε το φθινόπωρο. (Λούλα Αναγνωστάκη (1999) Η παρέλαση [θεατρικό])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σάλι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας