Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάλι τα σάλια
      γενική του σαλιού των σαλιών
    αιτιατική το σάλι τα σάλια
     κλητική σάλι σάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική scialle < γαλλική châle [1] < περσική شال (shāl)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsa.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάλι ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία