Ετυμολογία

επεξεργασία

châle < (άμεσο δάνειο) χίντι शाल (śāl) < περσική شال (šāl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃɑl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
châle châles

châle (fr) αρσενικό