Καλομοίρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καλομοίρα | οι | Καλομοίρες |
γενική | της | Καλομοίρας | των | (Καλομοιρών) |
αιτιατική | την | Καλομοίρα | τις | Καλομοίρες |
κλητική | Καλομοίρα | Καλομοίρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλομοίρα < μεσαιωνική ελληνική καλομοῖρα, θηλυκό του καλόμοιρος < αρχαία ελληνική καλός + μοῖρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλομοίρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καλομοίρα
|