γαντζώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαντζώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος γαντζώνω
Ρήμα
επεξεργασίαγαντζώνομαι
- → δείτε τη λέξη γαντζώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαντζώνομαι | γαντζωνόμουν(α) | θα γαντζώνομαι | να γαντζώνομαι | ||
β' ενικ. | γαντζώνεσαι | γαντζωνόσουν(α) | θα γαντζώνεσαι | να γαντζώνεσαι | (γαντζώνου) | |
γ' ενικ. | γαντζώνεται | γαντζωνόταν(ε) | θα γαντζώνεται | να γαντζώνεται | ||
α' πληθ. | γαντζωνόμαστε | γαντζωνόμαστε γαντζωνόμασταν |
θα γαντζωνόμαστε | να γαντζωνόμαστε | ||
β' πληθ. | γαντζώνεστε | γαντζωνόσαστε γαντζωνόσασταν |
θα γαντζώνεστε | να γαντζώνεστε | (γαντζώνεστε) | |
γ' πληθ. | γαντζώνονται | γαντζώνονταν γαντζωνόντουσαν |
θα γαντζώνονται | να γαντζώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γαντζώθηκα | θα γαντζωθώ | να γαντζωθώ | γαντζωθεί | ||
β' ενικ. | γαντζώθηκες | θα γαντζωθείς | να γαντζωθείς | γαντζώσου | ||
γ' ενικ. | γαντζώθηκε | θα γαντζωθεί | να γαντζωθεί | |||
α' πληθ. | γαντζωθήκαμε | θα γαντζωθούμε | να γαντζωθούμε | |||
β' πληθ. | γαντζωθήκατε | θα γαντζωθείτε | να γαντζωθείτε | γαντζωθείτε | ||
γ' πληθ. | γαντζώθηκαν γαντζωθήκαν(ε) |
θα γαντζωθούν(ε) | να γαντζωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γαντζωθεί | είχα γαντζωθεί | θα έχω γαντζωθεί | να έχω γαντζωθεί | γαντζωμένος | |
β' ενικ. | έχεις γαντζωθεί | είχες γαντζωθεί | θα έχεις γαντζωθεί | να έχεις γαντζωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γαντζωθεί | είχε γαντζωθεί | θα έχει γαντζωθεί | να έχει γαντζωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γαντζωθεί | είχαμε γαντζωθεί | θα έχουμε γαντζωθεί | να έχουμε γαντζωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γαντζωθεί | είχατε γαντζωθεί | θα έχετε γαντζωθεί | να έχετε γαντζωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γαντζωθεί | είχαν γαντζωθεί | θα έχουν γαντζωθεί | να έχουν γαντζωθεί |