αγκύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγκύλος | η | αγκύλη | το | αγκύλο |
γενική | του | αγκύλου | της | αγκύλης | του | αγκύλου |
αιτιατική | τον | αγκύλο | την | αγκύλη | το | αγκύλο |
κλητική | αγκύλε | αγκύλη | αγκύλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγκύλοι | οι | αγκύλες | τα | αγκύλα |
γενική | των | αγκύλων | των | αγκύλων | των | αγκύλων |
αιτιατική | τους | αγκύλους | τις | αγκύλες | τα | αγκύλα |
κλητική | αγκύλοι | αγκύλες | αγκύλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγκύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκύλος < ἄγκ(ος) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ank- (κάμπτω)) + -ύλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκύ‐λος
Επίθετο
επεξεργασίααγκύλος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγκύλος
→ δείτε τη λέξη αγκυλωτός |