Δείτε επίσης: Ἄγκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀγκεσ-
ονομαστική τὸ ἄγκος τὰ ἄγκη - ἄγκε
      γενική τοῦ ἄγκους - ἄγκεος τῶν ἀγκῶν - ἀγκέων
      δοτική τῷ ἄγκει - ἄγκεῐ̈ τοῖς ἄγκεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄγκος τὰ ἄγκη - ἄγκεα
     κλητική ! ἄγκος ἄγκη - ἄγκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄγκει - ἄγκεε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγκοῖν - ἀγκέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄγκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énkos (καμπή)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄγκος ουδέτερο

  1. κοίλωμα, καμπή
  2. (γεωγραφία) κοιλάδα

Συγγενικά

επεξεργασία