αγκυλοστομίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκυλοστομίαση | οι | αγκυλοστομιάσεις |
γενική | της | αγκυλοστομίασης* | των | αγκυλοστομιάσεων |
αιτιατική | την | αγκυλοστομίαση | τις | αγκυλοστομιάσεις |
κλητική | αγκυλοστομίαση | αγκυλοστομιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυλοστομιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγκυλοστομίαση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.lo.stoˈmi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκυ‐λο‐στο‐μί‐α‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκυλοστομίαση θηλυκό
- (ιατρική) βαριά μολυσματική πάθηση του επιθηλίου του λεπτού εντέρου του ανθρώπου που προκαλείται από τον νηματοσκώληκα Αγκυλόστομα, προκαλώντας λήθαργο και αναιμία.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγκυλοστομίαση
|