επιθήλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιθήλιο < νεολατινική epithelium < αρχαία ελληνική ἐπί + θηλή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιθήλιο ουδέτερο
- (ανατομία) κυτταρικός ιστός που καλύπτει σωματικά όργανα
Συγγενικά
επεξεργασία- επιθηλιακός
- επιθηλίωμα
- → δείτε τις λέξεις επί, θηλή και θήλυς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- επιθήλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιθήλιο