επιγραφική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιγραφική | ||
γενική | της | επιγραφικής | ||
αιτιατική | την | επιγραφική | ||
κλητική | επιγραφική | |||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιγραφική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επιγραφικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épigraphie. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + γραφική
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ɣɾa.fiˈci/
- συλλαβισμός : ε‐πι‐γρα‐φι‐κή
- ομόηχο: επιγραφικοί
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιγραφική θηλυκό
- (φιλολογία, αρχαιολογία) η μελέτη των αρχαίων επιγραφών με επιστημονικό τρόπο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
επιγραφική
- θηλυκό του επιγραφικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού