οξυγώνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οξυγώνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀξυγώνιος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε οξυ- + -γώνιος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ksiˈɣo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ξυ‐γώ‐νι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαοξυγώνιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξυγώνιος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οξυγώνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας