τετραγωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραγωνίζω < αρχαία ελληνική τετραγωνίζω
Ρήμα
επεξεργασίατετραγωνίζω (παθητική φωνή: τετραγωνίζομαι)
- δίνω σε κάτι τετράγωνο σχήμα (ενδεχομένως διατηρώντας το εμβαδόν που είχε
Συγγενικά
επεξεργασία- τετραγώνισμα
- τετραγωνισμός
- → δείτε τις λέξεις τετράγωνο, τέσσερα και γωνία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τετραγωνίζω | τετραγώνιζα | θα τετραγωνίζω | να τετραγωνίζω | τετραγωνίζοντας | |
β' ενικ. | τετραγωνίζεις | τετραγώνιζες | θα τετραγωνίζεις | να τετραγωνίζεις | τετραγώνιζε | |
γ' ενικ. | τετραγωνίζει | τετραγώνιζε | θα τετραγωνίζει | να τετραγωνίζει | ||
α' πληθ. | τετραγωνίζουμε | τετραγωνίζαμε | θα τετραγωνίζουμε | να τετραγωνίζουμε | ||
β' πληθ. | τετραγωνίζετε | τετραγωνίζατε | θα τετραγωνίζετε | να τετραγωνίζετε | τετραγωνίζετε | |
γ' πληθ. | τετραγωνίζουν(ε) | τετραγώνιζαν τετραγωνίζαν(ε) |
θα τετραγωνίζουν(ε) | να τετραγωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τετραγώνισα | θα τετραγωνίσω | να τετραγωνίσω | τετραγωνίσει | ||
β' ενικ. | τετραγώνισες | θα τετραγωνίσεις | να τετραγωνίσεις | τετραγώνισε | ||
γ' ενικ. | τετραγώνισε | θα τετραγωνίσει | να τετραγωνίσει | |||
α' πληθ. | τετραγωνίσαμε | θα τετραγωνίσουμε | να τετραγωνίσουμε | |||
β' πληθ. | τετραγωνίσατε | θα τετραγωνίσετε | να τετραγωνίσετε | τετραγωνίστε | ||
γ' πληθ. | τετραγώνισαν τετραγωνίσαν(ε) |
θα τετραγωνίσουν(ε) | να τετραγωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τετραγωνίσει | είχα τετραγωνίσει | θα έχω τετραγωνίσει | να έχω τετραγωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τετραγωνίσει | είχες τετραγωνίσει | θα έχεις τετραγωνίσει | να έχεις τετραγωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τετραγωνίσει | είχε τετραγωνίσει | θα έχει τετραγωνίσει | να έχει τετραγωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τετραγωνίσει | είχαμε τετραγωνίσει | θα έχουμε τετραγωνίσει | να έχουμε τετραγωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τετραγωνίσει | είχατε τετραγωνίσει | θα έχετε τετραγωνίσει | να έχετε τετραγωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τετραγωνίσει | είχαν τετραγωνίσει | θα έχουν τετραγωνίσει | να έχουν τετραγωνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραγωνίζω
|