τετράγωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τετράγωνος < αρχαία ελληνική τετράγωνος < τετράς + γωνία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
τετράγωνος
- που έχει το σχήμα του τετραγώνου
- που είναι γωνιώδης, που έχει ορθές γωνίες
- (μεταφορικά) που βρίσκεται και δομείται μέσα σε αυστηρά όρια, που αναλύει και κατηγοριοποιεί με αυστηρό τρόπο
- τετράγωνη σκέψη
- (χαρακτηρισμός) γεροδεμένος κι ευτραφής άνθρωπος
- το ουδέτερο ως ουσ: Το τετράγωνο → δείτε τη λέξη
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
τετράγωνος