τετραγωνίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τετραγωνίδιο | τα | τετραγωνίδια |
γενική | του | τετραγωνίδιου & τετραγωνιδίου |
των | τετραγωνίδιων & τετραγωνιδίων |
αιτιατική | το | τετραγωνίδιο | τα | τετραγωνίδια |
κλητική | τετραγωνίδιο | τετραγωνίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραγωνίδιο < τετράγων(ο) + -ίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραγωνίδιο ουδέτερο
- μικρό τετράγωνο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραγωνίδιο
|