τετραγωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατετραγωνίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος τετραγωνίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τετραγωνίζομαι | τετραγωνιζόμουν(α) | θα τετραγωνίζομαι | να τετραγωνίζομαι | ||
β' ενικ. | τετραγωνίζεσαι | τετραγωνιζόσουν(α) | θα τετραγωνίζεσαι | να τετραγωνίζεσαι | (τετραγωνίζου) | |
γ' ενικ. | τετραγωνίζεται | τετραγωνιζόταν(ε) | θα τετραγωνίζεται | να τετραγωνίζεται | ||
α' πληθ. | τετραγωνιζόμαστε | τετραγωνιζόμαστε τετραγωνιζόμασταν |
θα τετραγωνιζόμαστε | να τετραγωνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | τετραγωνίζεστε | τετραγωνιζόσαστε τετραγωνιζόσασταν |
θα τετραγωνίζεστε | να τετραγωνίζεστε | (τετραγωνίζεστε) | |
γ' πληθ. | τετραγωνίζονται | τετραγωνίζονταν τετραγωνιζόντουσαν |
θα τετραγωνίζονται | να τετραγωνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τετραγωνίστηκα | θα τετραγωνιστώ | να τετραγωνιστώ | τετραγωνιστεί | ||
β' ενικ. | τετραγωνίστηκες | θα τετραγωνιστείς | να τετραγωνιστείς | τετραγωνίσου | ||
γ' ενικ. | τετραγωνίστηκε | θα τετραγωνιστεί | να τετραγωνιστεί | |||
α' πληθ. | τετραγωνιστήκαμε | θα τετραγωνιστούμε | να τετραγωνιστούμε | |||
β' πληθ. | τετραγωνιστήκατε | θα τετραγωνιστείτε | να τετραγωνιστείτε | τετραγωνιστείτε | ||
γ' πληθ. | τετραγωνίστηκαν τετραγωνιστήκαν(ε) |
θα τετραγωνιστούν(ε) | να τετραγωνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τετραγωνιστεί | είχα τετραγωνιστεί | θα έχω τετραγωνιστεί | να έχω τετραγωνιστεί | τετραγωνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τετραγωνιστεί | είχες τετραγωνιστεί | θα έχεις τετραγωνιστεί | να έχεις τετραγωνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τετραγωνιστεί | είχε τετραγωνιστεί | θα έχει τετραγωνιστεί | να έχει τετραγωνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τετραγωνιστεί | είχαμε τετραγωνιστεί | θα έχουμε τετραγωνιστεί | να έχουμε τετραγωνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τετραγωνιστεί | είχατε τετραγωνιστεί | θα έχετε τετραγωνιστεί | να έχετε τετραγωνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τετραγωνιστεί | είχαν τετραγωνιστεί | θα έχουν τετραγωνιστεί | να έχουν τετραγωνιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραγωνίζομαι
|