τετραγωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραγωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τετραγωνίζω
Μετοχή
επεξεργασίατετραγωνισμένος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει σχήμα με ορθές γωνίες (σχήμα ορθογώνιο)
- Αυτός ο οβάλ καθρέφτης δεν ταίριαζε στο δωμάτιο, γι΄αυτό τον αντικατέστησα με έναν τετραγωνισμένο.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραγωνισμένος
|