even out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | even out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | evens out |
αόριστος | evened out |
παθητική μετοχή | evened out |
ενεργητική μετοχή | evening out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαeven out (en)
- σταθεροποιώ, παραμένω σε σταθερό επίπεδο, συνήθως μετά από πολλές μεταβολές
- πατσίζω, μοιράζω τα πράγματα εξίσου σε μια χρονική περίοδο ή σε έναν αριθμό ανθρώπων
- ⮡ To even things out, I will pay for the taxi.
- Για να πατσίσουμε τα πράγματα, θα πληρώσω εγώ για το ταξί.
- ⮡ To even things out, I will pay for the taxi.