ενεστώτας even out
γ΄ ενικό ενεστώτα evens out
αόριστος evened out
παθητική μετοχή evened out
ενεργητική μετοχή evening out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
even out < → δείτε τις λέξεις even και out

even out (en)

  1. σταθεροποιώ, παραμένω σε σταθερό επίπεδο, συνήθως μετά από πολλές μεταβολές
    ⮡  Prices are starting to even out.
    Οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται.
    ⮡  Public revenues are projected to increase and then proceed to even out.
    Τα δημόσια έσοδα προβλέπεται να αυξηθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν σε σταθερό επίπεδο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stabilize
  2. πατσίζω, μοιράζω τα πράγματα εξίσου σε μια χρονική περίοδο ή σε έναν αριθμό ανθρώπων
    ⮡  To even things out, I will pay for the taxi.
    Για να πατσίσουμε τα πράγματα, θα πληρώσω εγώ για το ταξί.