Ετυμολογία

επεξεργασία
πατσίζω < πάτσ(ι) + -ίζω

πατσίζω

  • κάνω σε κάποιον ότι μου έκανε ή κάτι παρόμοιο ώστε να είμαστε στα ίσα, πάτσι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • στον αθλητισμό, για πρόσκαιρο ή τελικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιείται το ισοφαρίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία