stabilize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stabilize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stabilizes |
αόριστος | stabilized |
παθητική μετοχή | stabilized |
ενεργητική μετοχή | stabilizing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstabilize (en) (αμερικανική γραφή) και stabilise (βρετανική γραφή)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σταθεροποιώ, σταθεροποιητικός, κάνω κάτι σταθερό· γίνομαι σταθερός