level out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | level out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | levels out |
αόριστος | leveled out |
παθητική μετοχή | leveled out |
ενεργητική μετοχή | leveling out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlevel out (en)
- άλλη μορφή του level off