ενεστώτας level off
γ΄ ενικό ενεστώτα levels off
αόριστος leveled off
παθητική μετοχή leveled off
ενεργητική μετοχή leveling off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
level off < → δείτε τις λέξεις level και off

level off (en)

  1. οριζοντιώνω, σταματώ να ανεβαίνω ή να πέφτω και παραμένω οριζόντια
    ⮡  The pilot leveled off the aircraft at 10,000 feet.
    Ο πιλότος οριζοντίωσε το σκάφος του στα 10.000 πόδια.
  2. σταθεροποιώ, παραμένω σε σταθερό επίπεδο ανάπτυξης ή προόδου μετά από μια περίοδο απότομων ανεβάσεων ή πτώσεων
    ⮡  Prices are starting to level off.
    Οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stabilize

Άλλες μορφές

επεξεργασία