level off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | level off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | levels off |
αόριστος | leveled off |
παθητική μετοχή | leveled off |
ενεργητική μετοχή | leveling off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlevel off (en)
- οριζοντιώνω, σταματώ να ανεβαίνω ή να πέφτω και παραμένω οριζόντια
- ↪ The pilot leveled off the aircraft at 10,000 feet.
- Ο πιλότος οριζοντίωσε το σκάφος του στα 10.000 πόδια.
- ↪ The pilot leveled off the aircraft at 10,000 feet.
- σταθεροποιώ, παραμένω σε σταθερό επίπεδο ανάπτυξης ή προόδου μετά από μια περίοδο απότομων ανεβάσεων ή πτώσεων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- level off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορίζοντας