ni
Αλγκονκίν (alq)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαni
Αφαρικά (aa)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαni
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαni (eu)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαni (fr)
- αρνητικός σύνδεσμος, αντίστοιχος με το et. Συνήθως χρησιμοποιείται δύο φορές (ni... ni...) με δύο ουσιαστικά, δυο επίθετα ή δύο ρήματα στο απαρέμφατο. Μερικές φορές, χρησιμοποιείται με το "ne" (ne... ni... - ούτε... ούτε...) όταν τα δύο στοιχεία είναι ανεξάρτητες προτάσεις.
- il n’est ni bon ni mauvais - δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός
- il n’y en a ni plus ni moins - δεν έχει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα
- ni l’un ni l’autre n’a fait son devoir - ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν έκανε το καθήκον του
- ni vous ni moi ne le pouvons - ούτε εσείς ούτεεγώ δεν μπορούμε (να το κάνουμε)
- elle n’est ni laide ni belle - δεν είναι ούτε άσχημη ούτε όμορφη
- elle n’est ni belle ni riche - δεν είναι ούτε όμορφη ούτε πλούσια
- vous ne devez ni le dire ni l’écrire - δεν πρέπει ούτε να το πείτε ούτε να το γράψετε
- ανάμεσα σε δύο προτάσεις:
- il ne boit ni ne mange - ούτε πίνει ούτε τρώει
- je ne crois pas qu’il vienne, ni même qu’il pense à venir - δεν νομίζω ότι θα έρθει, ούτε και ότι σκέφτεται καν να έρθει
Δανικά (da)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαni (da)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ni < ιταλική noi
Προφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαni (eo)
- εμείς
- ni estas tie - (εμείς) είμαστε εδώ
- ĉu vi vidas nin ? - μας βλέπετε;
Ιαπωνικά (ja)
επεξεργασίαΜεταγραφή
επεξεργασίαni (rōmaji)
Μπαμπάρα (bm)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαni
- και. Χρησιμοποιείται για την παρουσίαση πολλών στοιχείων. Όταν υπάρχουν μόνο δύο, χρησιμοποιείται σχεδόν πάντοτε το "ni". Όταν υπάρχουν πολλά, χρησιμοποιείται το "ni" για όλα εκτός από το τελευταίο, όπου χρησιμοποιείται το "ani".
- Bamako ni Segu — Bamako και Segu
- Mali ni Burkina Faso ani Guinea — το Μαλί, η Μπουρκίνα Φάσο και η Γουινέα
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαni (no)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαni (pl) ουδέτερο
- το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: νι