αποφατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποφατικός < αρχαία ελληνική ἀποφατικός
Επίθετο
επεξεργασίααποφατικός, -ή, -ό
- που εκφράζει άρνηση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αποφατικά μόρια
- αποφατική κρίση
- αποφατική πρόταση