αποφαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποφαντικός < αρχαία ελληνική ἀποφαντικός
Επίθετο
επεξεργασίααποφαντικός, -ή, -ό
- που αποφαίνεται, που εκφράζει μια απόφανση, που μιλά με τρόπο δογματικό και αξιωματικό
Συγγενικά
επεξεργασία- αποφαντικά
- → δείτε τις λέξεις αποφαίνομαι, από και φαίνομαι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αποφαντική πρόταση: (γραμματική) η πρόταση κρίσεως
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποφαντικός