αποφαντικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααποφαντικά < αποφαντικός + -ά < αρχαία ελληνική ἀποφαντικός
Επίρρημα
επεξεργασίααποφαντικά
- (λόγιο) με αποφαντικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποφαντικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααποφαντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποφαντικό