παραθετικά
θετικός negative
συγκριτικός more negative
υπερθετικός most negative

  Επίθετο

επεξεργασία

negative (en)

  1. αρνητικός, κακός ή επιβλαβής
    ⮡  negative consequences/effects - αρνητικές συνέπειες/επιδράσεις
  2. (γραμματική) αρνητικός
    ⮡  negative particles (e.g., no, not) - αρνητικά μόρια (π.χ. όχι, δεν)
  3. αρνητικός, όταν λέμε "όχι"
    ⮡  a negative answer - αρνητική απάντηση
  4. αρνητικός, που σκέφτεται μόνο το κακό κάτι ή κάποιου· που δεν έχει ενθουσιασμό ή ελπίδα
    ⮡  The conversation took a completely negative direction.
    Η συζήτηση πήρε μια κατεύθυνση τελείως αρνητική.
    ⮡  His attitude was purely negative.
    Η στάση του είχε χαρακτήρα καθαρά αρνητικό.
  5. (ιατρική) αρνητικός, που διαπιστώνει την ανυπαρξία κάποιου στοιχείου για το οποίο γίνεται η έρευνα
    ⮡  The results of the tests were negative.
    Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν αρνητικά.
    ⮡  The test came back negative.
    Το τεστ βγήκε αρνητικό.
  6. (φυσική) αρνητικός
    ⮡  a negative pole - αρνητικός πόλος
  7. (μαθηματικά) αρνητικός
    ⮡  The result of multiplication can be positive or negative.
    Το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό.
  8. αρνητικός, για φωτογραφίες
    ⮡  a negative image - αρνητική εικόνα

Αντώνυμα

επεξεργασία