negative
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | negative |
συγκριτικός | more negative |
υπερθετικός | most negative |
Επίθετο
επεξεργασίαnegative (en)
- αρνητικός, κακός ή επιβλαβής
- ↪ negative consequences/effects - αρνητικές συνέπειες/επιδράσεις
- (γραμματική) αρνητικός
- ↪ negative particles (e.g., no, not) - αρνητικά μόρια (π.χ. όχι, δεν)
- αρνητικός, όταν λέμε "όχι"
- ↪ a negative answer - αρνητική απάντηση
- αρνητικός, που σκέφτεται μόνο το κακό κάτι ή κάποιου· που δεν έχει ενθουσιασμό ή ελπίδα
- ↪ The conversation took a completely negative direction.
- Η συζήτηση πήρε μια κατεύθυνση τελείως αρνητική.
- ↪ His attitude was purely negative.
- Η στάση του είχε χαρακτήρα καθαρά αρνητικό.
- ↪ The conversation took a completely negative direction.
- (ιατρική) αρνητικός, που διαπιστώνει την ανυπαρξία κάποιου στοιχείου για το οποίο γίνεται η έρευνα
- ↪ The results of the tests were negative.
- Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν αρνητικά.
- ↪ The test came back negative.
- Το τεστ βγήκε αρνητικό.
- ↪ The results of the tests were negative.
- (φυσική) αρνητικός
- ↪ a negative pole - αρνητικός πόλος
- (μαθηματικά) αρνητικός
- ↪ The result of multiplication can be positive or negative.
- Το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό.
- ↪ The result of multiplication can be positive or negative.
- αρνητικός, για φωτογραφίες
- ↪ a negative image - αρνητική εικόνα