negatively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | negatively |
συγκριτικός | more negatively |
υπερθετικός | most negatively |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
negatively (en)
- αρνητικά, με κακό ή επιβλαβή τρόπο
- ⮡ The new measures are negatively affecting the economy.
- Τα νέα μέτρα επιδρούν αρνητικά στην οικονομία.
- ⮡ The new measures are negatively affecting the economy.
- αρνητικά, με τρόπο που εκφράζει την απάντηση «όχι»
- ⮡ He answered negatively.
- Απάντησε αρνητικά.
- ≈ συνώνυμα: in the negative
- ⮡ He answered negatively.