sang
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sang | sangs |
sang (fr) αρσενικό
- το αίμα
- prise de sang - η αιμοληψία
- don de sang - η αιμοδοσία
- donneur de sang - ο αιμοδότης
- donneuse de sang - η αιμοδότρια
- (μεταφορικά) η ζωή