Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

sang (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sang < λατινική sanguen, ουδέτερο του sanguis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɑ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sang sangs

sang (fr) αρσενικό

  1. το αίμα
    prise de sang - η αιμοληψία
    don de sang - η αιμοδοσία
    donneur de sang - ο αιμοδότης
    donneuse de sang - η αιμοδότρια
  2. (μεταφορικά) η ζωή

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία



Καταλανικά (ca) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sang (ca)



Οξιτανικά (oc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sang (oc)